Σαν σήμερα το 1852 γεννήθηκε ο σημαντικότερος ίσως αρχιτέκτονας της Ισπανίας, ο Αντόνι Γκαουντί. Ακολουθεί αφιέρωμα.
Ο Γκαουντί συμμετέχει στην προσπάθεια ανανέωσης της Ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής της εποχής του με εντελώς προσωπικούς τρόπους και χωρίς καμία εξάρτηση από τους μεγάλους πρωτοπόρους των άλλων Ευρωπαϊκών κέντρων. Αν και οι ρυθμολογικές του και πολιτιστικές του πηγές είναι πολύπλοκες, εύκολα μπορούν να αναγνωριστούν...
του Αντώνη Αντωνίου (πηγή: http://www.greekarchitects.gr)
- το πλήρες κείμενο εδώ
Ο Γκαουντί γεννήθηκε στο Reus, μια μικρή πόλη στην Καταλονία, στις 25 Ιουνίου του 1852. Πολύ συχνά και από μικρός βασανίζονταν από ασθένειες. Οι ρευματισμοί δεν άφησαν τον μικρό Αντόνιο να παίξει με τα παιδιά της ηλικίας του στους δρόμους. Το αγόρι ήταν συχνά αναγκασμένο να μένει στο σπίτι και συχνά οι μετακινήσεις του γινόταν πάνω σε γάιδαρο.
Το ενδιαφέρον του για την αρχιτεκτονική φάνηκε τυχαία από τα χρόνια του σχολείου, στο Reus που σήμερα φέρει το όνομα του αρχιτέκτονα. Δεν φαίνεται να ήταν ένας ιδιαίτερα καλός μαθητής αλλά ήταν αρκετά καλός για να αποκτήσει την βασική εκπαίδευση στις θεμελιώδεις αρχές της αρχιτεκτονικής.
Στην ηλικία των 17 χρόνων πήγε στην Βαρκελώνη για να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Οι καθηγητές του δεν άργησαν να καταλάβουν το ταλέντο του Γκαουντί να επινοεί καινούρια πράγματα.
Η ΕΠΟΧΗ
Στην Ευρώπη είναι μια εποχή δεκτική στις αλλαγές. Η επιστήμη της ιστορίας θεμελιώνεται τον 19ο αιώνα και οι προηγούμενοι αιώνες γίνονται αντικείμενο έρευνας. Έτσι όμως γίνονται προσπελάσιμοι από τους νέους μαθητές. Το αποτέλεσμα ήταν ένας εκλεκτικισμός, υπερβολικός μερικές φορές.
Ο ισπανικός καλλιτεχνικός κόσμος δεν παρέμεινε αδιάφορος στις αλλαγές που συνέβαιναν στον υπόλοιπο κόσμο και ειδικά στην Ευρώπη, αν και η Ιβηρική χερσόνησος είχε πάντα μια εσωστρέφεια. Πάντως τα γραπτά του Άγγλου θεωρητικού της τέχνης John Ruskin διαβάζονταν μανιωδώς και αυτό είχε μια ξεχωριστή επίδραση στον Γκαουντί. ‘Η διακόσμηση είναι η πηγή της αρχιτεκτονικής’ υποστήριζε ο Ruskin το 1853. Τριάντα χρόνια αργότερα ο Γκαουντί υποστήριζε το ίδιο με τον δικό του λαμπρό τρόπο.
Ο Γκαουντί μελέτησε επίσης το νέο-γοτθικό στυλ που περισσότερο από όλους προωθούσαν οι Γάλλοι Αρχιτέκτονες. Το βιβλίο του Viollet-le-Duc για τη γαλλική αρχιτεκτονική από τον 11ο μέχρι τον 13ο αιώνα έγινε η Βίβλος για τους νέους αρχιτέκτονες, και ο Γκαουντί δεν υπήρξε εξαίρεση. Ταξίδεψε στο Carcassone, όπου ο Viollet-le-Duc είχε αποκαλύψει το παλιό τμήμα της πόλης. Ο Γκαουντί μελέτησε την ακρόπολη τόσο έντονα που οι χωρικοί είχαν την εντύπωση πως αυτός ήταν ο ίδιος ο Viollet-le-Duc.
Η Ισπανία, έστω και με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, σημαδεύτηκε από τον γενικό ενθουσιασμό για κάθε τι εξωτικό. Στην κεντρική Ευρώπη αυτή η μόδα εμφανίστηκε ήδη το 18ο αιώνα. Η απειλή για Τουρκική εισβολή πέρασε, μετά την επιτυχή απόκρουσή τους το 1688, αλλά άφησε στους Ευρωπαίους μια έλξη για οτιδήποτε ήταν ξένο προς αυτούς. Όμως το ‘Αραβικό’ παρελθόν είχε γίνει ένα τμήμα της ιστορίας της Ισπανίας και έτσι το ξένο και ασύνηθες είχε λιγότερη επίδραση εδώ.
Η Βαρκελώνη στο γύρισμα του αιώνα, από τον 19ο στον 20ο, παρουσιάζει την μορφή μιας πόλης που βρίσκεται σε γοργή ανάπτυξη. Σε διάστημα μερικών μόνο χρόνων δεκαπλασιάστηκε η επιφάνεια που εκτεινόταν. Ο πληθυσμός τετραπλασιάστηκε κατά την διάρκεια του 2ου μισού του 19ου αιώνα. Χάρη στη βιομηχανία βαμβακιού και του σιδήρου και την άνθιση του εμπορίου η μεγαλομεσαία τάξη ποτέ δεν βρέθηκε σε καλλίτερη οικονομική θέση. Η ανάπτυξη αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του ενδιαφέροντος για τις τέχνες και τα γράμματα. Οι πλούσιοι αρέσκονταν να περιτριγυρίζονται από καλλιτέχνες και συγγραφείς.
Δεν ήταν σπάνιο ούτε περίεργο για όλους αυτούς να βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη και αυτό οπωσδήποτε ήταν ένα ιδανικό περιβάλλον για έναν αρχιτέκτονα. Δεν είναι περίεργο επίσης που ο Γκαουντί έκανε σχεδόν όλα τα έργα του στην Βαρκελώνη και ότι σπάνια είχε την ανάγκη να δουλέψει σε κάποιο άλλο μέρος. Έτσι αν κάποιος θέλει να δει τα σπουδαιότερα έργα του δεν χρειάζεται παρά να κάνει μια βόλτα στην Βαρκελώνη.
ΜΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΙΔΙΟΦΥΙΑ
Είναι δύσκολο να υποθέσουμε τι θα μπορούσε να είχε κάνει ο Γκαουντί αν είχε στην διάθεσή του σύγχρονα υλικά όπως το οπλισμένο σκυρόδεμα. Μπορεί ακόμη να τα είχε απορρίψει. Είχε αρνηθεί να χρησιμοποιήσει τσιμέντο, για παράδειγμα, αν και αυτό το υλικό βρέθηκε στην διάθεσή του. Προτιμούσε να κτίζει τις κολόνες του με τούβλα. Αν και τα κατασκευάσματα φαίνονται μάλλον υπερβολικά και οι επιφάνειες πολυδάπανες καθώς αστράφτουν στον ήλιο της Μεσόγειου ο Γκαουντί προτιμούσε να χρησιμοποιεί καθημερινά υλικά και πάντα πήγαινε προς τα πίσω στην μεγάλη παράδοση που είχε η πόλη του η Βαρκελώνη στους τεχνίτες των κεραμικών και των σιδηρουργείων. “Θέλετε να μάθετε που αντλώ τα τις ιδέες μου” είπε κάποτε σε έναν επισκέπτη στο εργαστήριό του. “Ένα όρθιο δέντρο, διακλαδίζεται σε κλαδιά και αυτά με την σειρά τους σε μικρότερα κλαδάκια και αυτά με την σειρά τους στα φύλλα. Και κάθε ιδιαίτερο ξεχωριστό κομμάτι του δέντρου αναπτύσσεται αρμονικά, θαυμάσια όπως ο Θεός ο τεχνίτης το δημιούργησε.” Στην εκκλησία της Αγίας Οικογένειας ο Γκαουντί σχεδίασε ένα ‘δάσος’ από κολόνες που διακλαδίζονται σε πολλές διευθύνσεις.
Όταν ο Albert Schweitzer επισκέφτηκε την εκκλησία ο Γκαουντί του εξήγησε την προσέγγιση του στο οικοδόμημα αναφερόμενος στον κουρασμένο, αργοκίνητο γάιδαρο ο οποίος μεταφέρει την Αγία Οικογένεια στην Αίγυπτο: “Όταν έγινε γνωστό ότι έψαχνα για έναν γάιδαρο σαν μοντέλο για την φυγή στην Αίγυπτο μου έφεραν τον ομορφότερο γάιδαρο στην Βαρκελώνη. Αλλά δεν μπορούσα να τον χρησιμοποιήσω.” Τελικά βρήκε τον γάιδαρο που ζητούσε δεμένο στο όχημα μιας γυναίκας που πουλούσε υλικά καθαρισμού. “Το κεφάλι του κρέμονταν κάτω, σχεδόν ακουμπούσε στο έδαφος. Μετά από μεγάλη προσπάθεια έπεισα την γυναίκα να τον φέρει σε μένα. Τότε, αφού ο γάιδαρος είχε καλυφθεί, σπιθαμή προς σπιθαμή, με πηλό, άρχισε να κλαίει γιατί νόμισε ο γάιδαρος δεν θα επιζούσε. Αυτός ήταν ο γάιδαρος για την φυγή προς την Αίγυπτο και είναι εντυπωσιακός γιατί δεν είναι μια επινόηση αλλά πραγματικός.”
Η σχέση αυτή του Γκαουντί με την φύση είναι που τον διακρίνει από τους άλλους εκπροσώπους της Art Nouveau ρεύμα στο οποίο τον κατατάσσουν συνήθως. Η τάση για διακόσμηση στην Art Nouveau είναι βασισμένη σε φυσικές φόρμες αλλά παραμένει καθαρά διακοσμητική και πάνω από όλα καθαρά γραμμική. Για τον Γκαουντί η φύση αποτελείται από δυνάμεις που δουλεύουν κάτω από την επιφάνεια, η οποία μερικά είναι και η έκφραση αυτών των εσωτερικών δυνάμεων. Για παράδειγμα μελέτησε πως συμπεριφέρονται συμπλέγματα από πέτρες όταν βρεθούν κάτω από μεγάλη πίεση τοποθετώντας τις σε υδραυλική πρέσα. Οι πέτρες δεν θρυμματίσθηκαν ή δεν σχίστηκαν κατά την διεύθυνση από την κορυφή προς τον πάτο αλλά διογκώθηκαν στο μέσον φαινόμενο που ο Γκαουντί πίστευε ότι γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες που κατασκεύαζαν τις κολόνες τους λίγο παχύτερες στο μέσον.
Ο Γκαουντί ήταν ένας πραγματιστής. Σε αντίθεση με άλλους αρχιτέκτονες της εποχής του δεν εργαζόταν ποτέ στο σχεδιαστήριο. Ήταν πάντα παρών στον τόπο κατασκευής των έργων, συσκέπτονταν με τους εργαζόμενους, δοκιμάζοντας πρόχειρες κατασκευές, απορρίπτοντας ιδέες. Τα σχέδιά του έμοιαζαν με σκίτσα ιμπρεσιονιστών περισσότερο παρά με σχέδια αρχιτέκτονα.
Ο Γκαουντί πειραματίζονταν πριν κτίσει. Προετοιμάζοντας τα σχέδια για το παράτολμο τόξο στην εκκλησία Guell Colony επινόησε ένα μοντέλο από νήματα στα οποία κρέμασε μικρούς σάκους από άμμο που αντιστοιχούσαν στα βάρη που τα τόξα και οι κολόνες έπρεπε να στηρίζουν. Η εικόνα από την παραπάνω επινόηση αρκεί να ειδωθεί ανάποδα για να μας δώσει την εικόνα του πως θα πρέπει να είναι η τελική κατασκευή. Αυτή η μέθοδος δεν είναι ασυνήθιστη σήμερα δεκαετίες μετά το πρώτο πείραμα. Οι εργάτες συχνά ρωτούσαν πως ήταν δυνατόν να στηριχθούν αυτού του είδους οι κατασκευές!
Η δουλειά του Γκαουντί δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει απομονωμένα στον σχεδιαστικό πάγκο. Αυτό έχει να κάνει εκτός των άλλων και με την ιδιαίτερη αίσθηση του Γκαουντί για τον χώρο. Η φιλοδοξία του ήταν να ξεφύγει από τους συμβατικούς τοίχους. Οι ιδέες του για τα σπίτια ήταν ότι αυτά είναι οργανικά σώματα που μπορούν και ζουν από μόνα τους.
Η πραγματιστική αυτή προσέγγιση του Γκαουντί είχε και αρνητικές επιπτώσεις. Δεν ήταν ποτέ ένας θεωρητικός της αρχιτεκτονικής και πάνω από όλα δεν δημιούργησε σχολή με την αυστηρή έννοια. Επίσης, με εξαίρεση κάποια έργα των πρώτων χρόνων, δεν άφησε γραπτά κείμενα. Τα περισσότερα κείμενα που αποδίδονται στον Γκαουντί βασίζονται σε διαδόσεις. Σύντομα, μετά τον θάνατό του, το στυλ του Γκαουντί πέρασε στο περιθώριο. Η σχολή Μπαουχάους, με το στυλ που βασίζεται στην λειτουργικότητα, αντέκρουσε τον Γκαουντί.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΛΟΝΤΟΣ
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Γκαουντί πίστευε ότι η αρχιτεκτονική του θα είχε επιδράσεις στο μέλλον. Όταν ρωτήθηκε αν η Αγία Οικογένεια ήταν μια από τις μεγαλύτερες εκκλησίες απάντησε: “όχι είναι η πρώτη από μια εντελώς νέα σειρά.” Παρ’ όλα αυτά η προφητεία αυτή παραμένει ανεκπλήρωτη. Μα έστω και αν η επίδραση του Γκαουντί έσβησε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η σημασία του για την κίνηση των Καταλανών παρέμεινε. Όταν στα 1925, αμφισβητήθηκε η αξία του Γκαουντί ως αρχιτέκτονα, προκλήθηκε μια καταιγίδα από διαμαρτυρίες και μια θυελλώδης λεκτική διαμάχη μαινόταν στον τύπο για 4 μήνες.
Σήμερα, στους καιρούς που ζούμε, θα ήταν ιδιαίτερα σύγχρονο να σκεφτούμε για την ουσία της αρχιτεκτονικής του Γκαουντί. Η κατάσταση δεν είναι και πολύ διαφορετική από εκείνη που έζησε και δημιούργησε την τέχνη του. Επίσης έχουμε ξεφύγει από τις γκρίζες προσόψεις, τις αυστηρές γραμμές. Αν και δεν έχουμε ακόμα γίνει μάρτυρες μιας ευθείας και ριζοσπαστικής αντίδρασης που να συγκρίνετε με εκείνη της Art Nouveau, το σχόλιο του Γκαουντί για το Casa Batllo θα μπορούσε να είναι μια προφητεία, ίσως, για το κοντινό μέλλον. “Οι γωνίες θα εξαφανιστούν, και τα υλικά θα αποκαλυφθούν μέσα στον πλούτο των καμπυλών. Ο ήλιος θα λάμπει και από τις τέσσερις μεριές και όλα θα είναι σαν μια παραδεισένιο θέαμα.”
Οι φωνές που ακούγονται σήμερα δεν είναι και πολύ διαφορετικές. Με την ευκαιρία της διεθνούς έκθεσης εμπορίου χειροκατασκευών το 1974 στο Μόναχο, ο Wiedemann επιδοκίμασε την δουλειά του Γκαουντί με τα παρακάτω λόγια: “Οι κατασκευές του είναι παρηγορητικές οάσεις στην έρημο των ‘λειτουργικών κτηρίων’, ακριβά κοσμήματα στο ενιαίο γκρίζο των γραμμών των σπιτιών, δημιουργίες που δονούνται με μελωδικό ρυθμό μέσα στην νεκρή μάζα που γεμίζει το περιβάλλον τους”.
Η δουλειά του Γκαουντί παρέμεινε ατελείωτη. Η Αγία Οικογένεια είναι ήδη ένα τέτοιο σύμβολο, του μισοτελειωμένου. Ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει τρόπος να υπολογίσουμε πότε θα τελειώσει. Η δυτική πρόσοψη πήρε για να γίνει 30 χρόνια. Όταν πέθανε ο Γκαουντί, άφησε μόνο την αρχή μιας αρχιτεκτονικής δουλειάς που υπήρχε περισσότερο στην φαντασία του παρά στην πραγματικότητα. Είναι και αυτό ένα παράδειγμα για το ότι η αρχιτεκτονική και θρησκευτική θεώρηση συνεχίζει να ζει και να μας επηρεάζει ακόμα και σήμερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΓΚΑΟΥΝΤΙ:
No comments:
Post a Comment
Cheers for bothering to say something